τετράεδρος

τετράεδρος
-η, -ο / τετράεδρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν)
πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο τού οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα
β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι πυραμίς», Ήρων)
νεοελλ.
φρ. α) «ορθόκεντρο τετραέδρου»
μαθημ. το σημείο στο οποίο τέμνονται τα τέσσερα ύψη τού τετραέδρου
β) «θεωρία τετραέδρου»
γεωλ. θεωρία για την κατανομή τής ξηράς και τής θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι τέσσερεις ωκεανοί τής Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει τέσσερα εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία τρία εξογκώματα στο βόρειο ημισφαίριο και ένα στον νότιο πόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. οκτά-εδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετράεδρος — η, ο 1. αυτός που έχει τέσσερις έδρες. 2. το ουδ. ως ουσ., τετράεδρο στερεό σώμα που έχει τέσσερις έδρες, πυραμίδα με τριγωνική βάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράεδρον — τετράεδρος having four faces masc/fem acc sg τετράεδρος having four faces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράεδροι — τετράεδρος having four faces masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραεδρίτης — Ορυκτό, αντιμονιοθειούχο άλας χαλκού, με χημικό τύπο Cu3SbS3 4 του κυβικού συστήματος. Το ορυκτό τετραεδρίτης. * * * ο, Ν (ορυκτ.) θειοαντιμονιούχο ορυκτό τού χαλκού, τού σιδήρου, τού ψευδαργύρου και τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”